Συνέντευξη:
Camilla Anna Sofia Adamo
Caterina Carlini
Μετάφραση/Επιμέλεια:
Αντωνία Πτερνέα
Η σκηνοθέτιδα μιλά στο Go On για τις δυσκολίες να ενώσει το παρελθόν με την καλλιτεχνική σκηνή του σήμερα, αλλά και την αγάπη της για ένα κίνημα που είναι ακόμη επίκαιρο παγκοσμίως εδώ και 60 χρόνια.
Γιατί δημιουργήσατε αυτή την ταινία;
Ήθελα να υπενθυμίσω στο κοινό ότι δεν πρέπει να επαναπαυόμαστε…ούτε ως άνθρωποι, ούτε ως πολίτες. Δεν γίνεται να δεχόμαστε άκριτα ότι μας λέει η κοινωνία και το κράτος. Όλοι αυτοί οι μουσικοί και οι συγγραφείς που έβρισκαν το δικό τους καταφύγιο στα καφέ της οδού Bleecker και MacDougal στη Νέα Υόρκη, στα τέλη της δεκαετίας του ’50 και του ’60 προσπαθούσαν να σπάσουν τα δεσμά της Αμερικάνικης κουλτούρας, που τότε ήταν ιδιαίτερα συντηρητική. Ήθελα να τα δείξω όλα αυτά στο ντοκιμαντέρ μου.
Ποια είναι η προσωπική σας σύνδεση με την ιστορία;
Αν και δεν είναι της γενιάς μου με επηρέασε πάρα πολύ. Όπως και πολλοί άνθρωποι που ήξερα, μεγάλωσα κι εγώ σε μια συντηρητική και κομφορμιστική κοινότητα (στα προάστια της Νέας Υόρκης) όπου όλοι έπρεπε να ζουν με τον ίδιο τρόπο. Όταν άρχισα να διαβάζω κείμενα από τη γενιά Μπιτ, κατάλαβα ότι υπήρχε εναλλακτική. Ο Jack Kerouac έγραψε ότι δεν ήθελε να ζει μια ζωή γεμάτη «λευκές κουζίνες». Ένιωθα ακριβώς το ίδιο. Μεγάλωσα μόλις μισή ώρα από το Greenwich Village, όπου βρίσκονταν τα μαγαζιά που σύχναζαν οι καλλιτέχνες.
Με ποιες δυσκολίες γυρίσατε αυτή την ταινία;
Υπήρχαν πολλές δυσκολίες. Η χρηματοδότηση ήταν το πιο δύσκολο και μου πήρε πολύ χρόνο. Αλλά ήταν δύσκολη και η υλοποίηση γιατί είχα πάρα πολύ υλικό που δεν ήθελα να βγάλω εκτός. Ήθελα να περιέχει τους ποιητές και τους μουσικούς της φολκ του παρελθόντος αλλά και του παρόντος. Έκανα μεγάλο μέρος της κινηματογράφησης μόνη μου, πηγαίνοντας στα μέρη που εμφανίζονταν οι μουσικοί και οι ποιητές. Πολλά από αυτά τα events ήταν «Open Mic» βραδιές όπου περίμεναν 40 άτομα τη σειρά τους να παρουσιάσουν τη δουλειά τους στη σκηνή. Πολλές φορές έβγαιναν όταν ξημέρωνε. Επίσης έπρεπε να βρούμε και να πληρώσουμε αρκετό αρχειακό ιστορικό υλικό.
Ποια είναι η σχέση σας με τη μουσική;
Λατρεύω τη φολκ μουσική εκείνης της περιόδου γιατί δεν είναι μόνο το μουσικό κομμάτι αλλά μετρούν πολύ οι στίχοι. Τα λόγια του Bob Dylan δεν χάνουν ποτέ το νόημά τους. Το ίδιο των Tom Paxton, Woody Guthrie, Buffy Ste Marie, Phil Ochs και πολλών ακόμη.
Με ποιο τρόπο βρήκατε όλους αυτούς τους καλλιτέχνες;
Για τους πιο μεγάλους σε ηλικία που ήταν ακόμη ζωντανοί έψαξα και τους βρήκα και τελικά κάναμε κάποιες συνεντεύξεις. Έπρεπε να βρούμε φυσικά το χρόνο να κάνουμε τα γυρίσματα. Ήταν πιο δύσκολο να εντοπίσω τους νεότερους καλλιτέχνες. Έπρεπε να πάω σε πορείες για να τους δω να παίζουν μουσική. Οι ποιητές ήταν πιο εύκολο να τους βρω γιατί υπάρχει ένα μεγάλο κίνημα στη Νέα Υόρκη. Πήγα σε πολλές βραδιές ποίησης σε καφέ, εστιατόρια, μπαρ, μουσικές σκηνές και πλησίασα όσους ήθελα να συμπεριλάβω στην ταινία.
Συμφωνείτε ότι η μουσική μπορεί να αλλάξει τον κόσμο;
Ναι. Συμφωνώ απόλυτα. Κοιτάξτε την επιρροή του Bob Dylan με το Blowin in the Wind. Ή ακόμη και οι Peter, Paul & Mary. Το Μάρτιο του 1963 στην Ουάσινγκτον οι τραγουδιστές της φολκ βρίσκονταν σε φεστιβάλ που συμμετείχε ο Martin Luther King. Όπως μου είχε πει ένας μουσικός «Η πολιτική μιλά στους ανθρώπους μέσα από τη λογική αλλά η μουσική τους μιλά μέσα από την καρδιά»
Μέσα στους καλλιτέχνες που αναφέρετε, με ποιους συγκλίνουν περισσότερο οι απόψεις σας;
Από τους πιο μεγάλους σε ηλικία καλλιτέχνες νομίζω με τους περισσότερους, ειδικά τον Tom Paxton. Επίσης σίγουρα ο Jack Kerouac που ήταν ο πρώτος που μου έδειξε μια διαφορετική πραγματικότητα. Από τους νεότερους ο Sean Allingham, ο ποιητής που βλέπουμε στην ταινία να περπατά στην οδό MacDougal και έχουμε το ίδιο πάθος για τα ταξίδια και τις περιπέτειες.