Τετάρτη, 13 Απριλίου 2022 01:37

Go on: Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Πελοποννήσου - «80.000 Schnitzel» Hanna Schweier

Go on: Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Πελοποννήσου - «80.000 Schnitzel» Hanna Schweier

Παρουσία της Βαυαρής σκηνοθέτιδας η προβολή της ταινία «80.000 Schnitzel» 

ΣΤΗΝ ΚΑΛΑΜΑΤΑ ΚΑΙ 8 ΑΚΟΜΑ ΠΟΛΕΙΣ

Η ιστορία μιας οικογενειακής σύγκρουσης με φόντο ένα γερμανικό αγρόκτημα, ξετυλίγεται στην ταινία “80.000 Schnitzel” που θα παρουσιαστεί στο 8ο Διεθνές Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Πελοποννήσου, στις 14 Απριλίου στις 10 το βράδυ, στο Πνευματικό Κέντρο Καλαμάτας, παρουσία της σκηνοθέτιδος Hannah Schweier, η οποία θα παρουσιάσει και τη διάσταση όσων έγιναν πίσω από τις κάμερες. Η προβολή της ταινίας θα γίνει σε ακόμα 8 πόλεις της Πελοποννήσου. 

Μιλήσαμε με τη σκηνοθέτιδα, η οποία παρακάτω μας ξετυλίγει τις σκέψεις της και μας περιγράφει σκηνές που χαρακτήρισαν τα γυρίσματα και το μοντάζ της ταινίας, η οποία περιλαμβάνει στιγμές και ευαίσθητα οικογενειακά μυστικά.

Περίληψη ταινίας:

Η Μπέρτα Ζένεφελς, 84 ετών, δεν έφυγε ποτέ από το «Zollhaus», την αγαπημένη της φάρμα στην Βαυαρία, όπου κάθε μέρα τηγάνιζε στην κουζίνα χιλιάδες σνίτσελ για τους επισκέπτες της. Κατά την διάρκεια της ζωής της, έχασε τον πρωτότοκο γιο της, τον άντρα της, τον εγγονό της και τον μικρότερο γιο της. Χωρίς διάδοχο πλέον, η φορτωμένη με χρέη φάρμα απειλείται με χρεοκοπία. Η εγγονή της Μόνικα αποφασίζει να σώσει την φάρμα της οικογένειας αλλά αδελφή της και ταυτόχρονα σκηνοθέτιδα της ταινίας η Hannah Schweier, δεν είναι τόσο ευχαριστημένη με την ιδέα της αδελφής της. Γι’ αυτό αποφασίζει να ανακαλύψει τι κινητοποιεί την αδελφή της και εάν θα είναι σε θέση να βρει τελικά την πραγματική ευτυχία.
- Πώς προέκυψε το θέμα του ντοκιμαντέρ, το επιλέξατε λόγω προσωπικής σύνδεσης;

Πρώτα ήθελα να παρατηρήσω την αδερφή μου τη Μόνικα, για να δω, αν πραγματικά μπορεί να φτιάξει τη ζωή της στο Zollhaus, το αγρόκτημα του παππού και της γιαγιάς μας, όπου τόσοι έχασαν τη ζωή τους. Ήθελα επίσης να καταλάβω τους λόγους που το έκανε. Τι βλέπει σε εκείνο το αγρόκτημα που τη γεμίζει με περισσότερη ευτυχία από μια ελεύθερη ζωή δίπλα στη θάλασσα; Ή ίσως ήλπιζα ακόμη να της δείξω ότι με την απόφασή της βάζει τις οικογενειακές υποχρεώσεις πάνω από τη ελευθερία της. 

Ταυτόχρονα ήθελα να παρατηρήσω τη γιαγιά μας. Δεν θέλησε τίποτα άλλο στην ζωή της;

 Ήταν άραγε πάντα τόσο χαρούμενη όπως έλεγε;

Πάνω από όλα, όμως, ήθελα ένα πράγμα: Να μπορέσω επιτέλους να κάνω ξανά μια ταινία μετά από δέκα πλέον χρόνια. Εκείνη την εποχή, ήξερα ότι θα μπορούσα να πουλήσω την ιστορία, «Δύο γυναίκες που παλεύουν για την επιβίωση μιας οικογενειακής φάρμας», κι έτσι έγινε.


-Πώς ήταν η σχέση σου με την αδερφή σου στην εφηβεία της, πριν την απόφασή της να σώσει το πανδοχείο και τη φάρμα της οικογένειας;

Η Μόνικα κι εγώ είχαμε μια πολύ κοντινή σχέση. Φυσικά, αυτή τη σύνδεση την έχουμε ακόμα. Ήμασταν μαζί τουλάχιστον 3-4 μήνες το χρόνο, μέναμε μαζί, ταξιδεύαμε και μοιραζόμασταν τα πάντα. Ειδικά τα όνειρά μας. Υποστηρίζαμε η μια την άλλη, συζητούσαμε τα πάντα, μας άρεσε ιδιαίτερα που ήμασταν μαζί, γιατί δεν βαριόμασταν ποτέ, κάτι σπάνιο. Δηλαδή, σχεδόν όλοι σου σπάνε tα νεύρα κάποτε, αλλά με τη Μόνι είχαμε μια τόσο αρμονική σχέση που δεν είχα ποτέ πριν και μετά με κανέναν. Από τότε ένα ήταν σίγουρο: Καμία από εμάς δεν θα κατέληγε στη φάρμα.

-Ήταν δύσκολα τα γυρίσματα με την οικογένειά σας;

Φυσικά, ήταν δύσκολο. Μια καλή ιστορία χρειάζεται συγκρούσεις. Και δεν θα έκανα αυτή την ταινία αν δεν ήμουν σίγουρη ότι η Μόνι θα έπρεπε να ξεπεράσει πολλά εμπόδια. Αυτό που δεν περίμενα, ήταν to πόσο δύσκολο είναι να είσαι πίσω από την κάμερα, ενώ θέλεις να πάρεις αγκαλιά την αδερφή σου και να την παρηγορήσεις, όταν συμβαίνουν τόσα πράγματα. Με άλλα λόγια, η ταινία ήταν πιο σημαντική από τη σχέση μας κατά καιρούς. Αυτή ήταν μια κακή εμπειρία και για τους δύο μας και χρειάστηκε λίγος χρόνος, για να επουλωθούν αυτές οι πληγές.

Ήταν εξίσου οδυνηρό να βλέπω τη γιαγιά μου να φθείρεται μέσα από τον φακό της κάμερας. Όταν χτυπούσε το τελευταίο της σνίτσελ -και ναι, ήταν πραγματικά το τελευταίο- όλο το συνεργείο έκλαιγε και δεν ήξερα μέχρι το τέλος αν ήταν πιο αξιοπρεπές να κλείσω την κάμερα και να μην το γυρίσω. Αλλά η γιαγιά ήθελε να τελειώσει την ταινία και με γενναιότητα πέρασε από καρέ σε καρέ, όπως το είχαμε σκεφτεί μαζί. Πέθανε λίγο μετά τα τελευταία γυρίσματα και δεν πρόλαβε να δει τίποτα, κάτι που με στενοχωρεί ακόμα.

Το επόμενο επίπεδο δυσκολίας έρχεται στο μοντάζ της ταινίας, όταν πρέπει να αποφασίσεις πόσα από τα ευαίσθητα οικογενειακά μυστικά θες να αποκαλύψεις στο κοινό. Ειδικά όταν δύο από τους πρωταγωνιστές δεν ζουν και πρέπει να αποφασίσεις, αν θα πας ενάντια στη θέλησή τους μεταθανάτια. Ήταν δύσκολο και χρειάστηκε πολύ χρόνο και σκέψη. Το post-production κράτησε πάνω από ένα χρόνο.

- Εμείς είδαμε την σύγκρουση της ταινίας ανάμεσα σε εσάς και την αδερφή σας, πώς θα το σχολιάζατε;

Μόνο στο μοντάζ της ταινίας κατάλαβα ότι, παρά τα τρομερά εξωτερικά γεγονότα, δεν υπάρχει πραγματική ιστορία. Πρέπει να καταλάβουμε ότι κάθε δυνατή ιστορία -το ταξίδι του κλασικού ήρωα- μιλάει για μεταμόρφωση σε μια νέα εκδοχή της ύπαρξης. Αλλά, αν κοιτάξετε προσεκτικά, αναγνωρίζετε ότι ούτε η γιαγιά μου, ούτε η Μόνικα αλλάζουν τον εαυτό τους και τις προθέσεις τους. Η γιαγιά Μπέρτα θέλει να παραμείνει η φάρμα. Και η Μόνικα θέλει να σώσει τη φάρμα. Αυτό θέλουν στην αρχή και αυτό θέλουν στο τέλος.

Οπότε, μόνο εγώ μπορώ να αλλάξω. Όντας αφηγήτρια δεν εγκαταλείπω τα μεγάλα μας όνειρα. Όπως ένας έφηβος, θέλω πίσω την φίλη μου, την αδερφή μου. Η Μόνικα ήταν πάντα πιο ψύχραιμη, οπότε και πάντα ήταν δίπλα μου, όταν τα πράγματα δεν γίνονταν όπως τα είχα φανταστεί. Με επανέφερε πάντα με την καλή της ενέργεια. Αλλά η Μόνι δεν μπορούσε να νταντεύει πια την αδερφή της καθώς βρήκε μια καινούρια πρόκληση. Βλέπουμε, λοιπόν, μια ταινία ενηλικίωσης μιας 40χρονης γυναίκας, που πρέπει να αντιμετωπίσει τον κόσμο μόνη της – να μεγαλώσει.

Πώς νιώθετε εκ των υστέρων για την ταινία; Η αδερφή σας;

Τώρα που ξέρω τι έγινε, νιώθω ότι η ταινία ήταν θείο δώρο. Αν σκεφτείς ότι η μητέρα μου θα πέθαινε, όπως και η γιαγιά μου, που δεν θα μπορούσε να αντιμετωπίσει το θάνατο της κόρης της. Ήταν σχεδόν μια μαγική συγκυρία το ότι αρχίσαμε τα γυρίσματα για τα «80.000 Schnitzel» όταν έγιναν όλα. Αν είχαμε αρχίσει τα γυρίσματα μισό χρόνο νωρίτερα ή αργότερα, θα ήταν μια άλλη ταινία. Μέσα από την ταινία έμεινε μια παρακαταθήκη και αυτοί οι άνθρωποι θα είναι για πάντα μαζί μας.

Νομίζω έτσι το βλέπει και η Μόνικα. Αλλά την Μόνικα δεν την νοιάζει καν η ταινία, την ενδιαφέρει ότι είμαι καλά και έχω επιτέλους κάποιες πολύ σημαντικές ευκαιρίες.

Ποια είναι τα επόμενα σχέδιά σας;

Δουλεύω για 3 projects αυτή τη στιγμή. Μια τηλεταινία μεγάλου μήκους, ένα σενάριο και μια ταινία μυθοπλασίας, που περιμένουν την χρηματοδότηση. Είναι δύσκολο να μιλήσεις για το μέλλον αυτή τη στιγμή. Με την πανδημία ακόμη εδώ, τον πόλεμο, την ακρίβεια και την κλιματική αλλαγή δεν μου είναι εύκολο να σκέφτομαι την καριέρα μου όπως πριν. Σίγουρα χρειάζομαι κάποιον εξωτερικό παράγοντα να μου δώσει αυτή την ώθηση. Αλλά αναρωτιέμαι, αν είναι εποχές να κυνηγάμε τις εγωκεντρικές καριέρες μας ή πρέπει να στηρίζουμε η μια την άλλη. Νομίζω η Μόνι είναι ένα βήμα μπροστά με την απόφασή της: Μακριά από την καριέρα της αποφάσισε να ζήσει κοντά στη φύση και τους αγαπημένους της.

Προσοχή!!! Η αναδημοσίευση του παραπάνω άρθρου ή μέρους του επιτρέπεται μόνο εφόσον αναφέρεται στην καταχώρηση ως πηγή η eforigi.gr με ενεργό σύνδεσμο.




Τώρα το περιοδικό Εύφορη Γη έρχεται στο σπίτι, στο γραφείο σας ή στο κινητό σας!

Γίνετε συνδρομητής για την έντυπη έκδοση εδώ 

Ακολουθήστε μας:

Εγγραφείτε στο Newsletter μας για να μαθαίνετε τα νέα μας

Invalid Input

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ

06/2022