Στην έκθεση Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας η Τράπεζα της Ελλάδος (ΤτΕ) δίνει απαντήσεις σε μια σειρά θεμάτων που απασχολούν τα νοικοκυριά και εκτιμά το πραγματικό κίνδυνο για μια σειρά επιμέρους ζητημάτων, κάνοντας μια αναδρομή από το 2021 στο σήμερα.
Κίνδυνος επιτοκίου για τα νοικοκυριά
Τα επιτόκια των στεγαστικών δανείων αναμένεται να παραμείνουν σε χαμηλό επίπεδο για ολόκληρο το 2022, ασκώντας μικρή μόνο επίδραση στο κόστος εξυπηρέτησης του χρέους των νοικοκυριών.
Τα ιδιαίτερα χαμηλά επιτόκια χορηγήσεων διευκόλυναν τα νοικοκυριά να ανταποκριθούν στις δανειακές τους υποχρεώσεις το 2021 και να αποφευχθούν αρνητικές επιδράσεις στη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Οι δαπάνες για τόκους ως ποσοστό του ακαθάριστου διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών μειώθηκαν περαιτέρω, λόγω της μείωσης των υπολοίπων των στεγαστικών και καταναλωτικών δανείων, αλλά και της μείωσης του επιτοκιακού κόστους στα στεγαστικά δάνεια. Κατά το πρώτο τρίμηνο του 2022, το μέσο σταθμισμένο επιτόκιο του συνόλου των υφιστάμενων δανείων παρέμεινε σχεδόν αμετάβλητο στο 3,5%., αναφέρει η ΤτΕ.
Ειδικότερα, το μέσο επιτόκιο στα υφιστάμενα υπόλοιπα των στεγαστικών δανείων με διάρκεια άνω των πέντε ετών και το αντίστοιχο επιτόκιο των καταναλωτικών και λοιπών δανείων προς ιδιώτες και ιδιωτικά μη κερδοσκοπικά ιδρύματα παρέμειναν σχεδόν αμετάβλητα στο 1,9% και 6,3% αντίστοιχα.
Όπως αναφέρει η ΤτΕ, μεσοπρόθεσμα αναμένεται σταδιακή άρση της διευκολυντικής κατεύθυνσης της νομισματικής πολιτικής του Ευρωσυστήματος, λαμβάνοντας υπόψη και την πρόσφατη έξαρση των πληθωριστικών πιέσεων. Ωστόσο, τα επιτόκια των στεγαστικών δανείων αναμένεται να παραμείνουν σε χαμηλό επίπεδο για ολόκληρο το 2022, ασκώντας μικρή μόνο επίδραση στο κόστος εξυπηρέτησης του χρέους των νοικοκυριών.
Κίνδυνος εισοδήματος για τα νοικοκυρά
Το διαθέσιμο εισόδημα θα δεχθεί προκλήσεις το 2022 εντούτοις, υπάρχουν παράγοντες που εξακολουθούν να επιδρούν θετικά.
Η εξέλιξη του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών αποτελεί βασικό προσδιοριστικό παράγοντα της σχετικής ευχέρειας εξυπηρέτησης των δανειακών τους υποχρεώσεων. Σύμφωνα με τα προσωρινά στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, το ακαθάριστο διαθέσιμο εισόδημα ανήλθε από 118,7 δισ. ευρώ το 2020 σε 125,6 δισ. ευρώ το 2021, σημειώνοντας αύξηση κατά 5,8%. Επισημαίνεται ότι το εισόδημα των νοικοκυριών ενισχύθηκε από τα δημοσιονομικά μέτρα αντιμετώπισης της πανδημίας, συνολικού ύψους περίπου 2 δισ. ευρώ για το 2021, τα οποία παράλληλα συνετέλεσαν στην προστασία της απασχόλησης και στη μείωση του ποσοστού ανεργίας.
Όπως αναφέρει η ΤτΕ, το πραγματικό Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (ΑΕΠ) αυξήθηκε κατά 8,3% το 2021 σε σχέση με το προηγούμενο έτος, αντισταθμίζοντας μεγάλο μέρος την απότομης πτώσης που παρατηρήθηκε το 2020. Η τελική καταναλωτική δαπάνη των νοικοκυριών παρουσίασε σημαντική αύξηση κατά 8,9% για το 2021 σε σχέση με το 2020. Το ποσοστό ανεργίας μειώθηκε σημαντικά από 16,3% το 2020 σε 14,7% το 2021, με τις προοπτικές απασχόλησης να παραμένουν θετικές κυρίως χάρη στην άρση των περιορισμών και τη σταδιακή επάνοδο στην κανονική λειτουργία των επιχειρήσεων. Η στήριξη του εισοδήματος των νοικοκυριών αντανακλάται και στην αύξηση των καταθέσεων που παρατηρήθηκε κατά το 2021, αν και με επιβραδυνόμενο ρυθμό συγκριτικά με το 2020.
Αναφορικά με τις πιέσεις στο εισόδημα των νοικοκυριών, ο εναρμονισμένος δείκτης τιμών καταναλωτή (ΕνΔΤΚ) κατέγραψε θετικό ρυθμό αύξησης και διαμορφώθηκε σε 0,6% το 2021 ύστερα από την υποχώρηση που σημειώθηκε το 2020 (-1,3%). Επιπροσθέτως, από τις αρχές του 2022 παρατηρείται μία αναζωπύρωση του πληθωρισμού (αύξηση κατά 9,1% τον Απρίλιο του 2022 σε σχέση με τον Απρίλιο του 2021) λόγω των σημαντικών αυξήσεων στις τιμές των διατροφικών αγαθών, του μεταφορικού και ενεργειακού κόστους, αλλά και της διατάραξης της λειτουργίας των παγκόσμιων αλυσίδων εφοδιασμού. Η πρόσφατη εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία ενέτεινε τις πληθωριστικές πιέσεις μέσω της αύξησης των τιμών ενέργειας και της διάχυσης των ανατιμήσεων στο σύνολο των αγαθών και υπηρεσιών. Συνολικά, καθίσταται σαφές ότι για το 2022, το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών θα δεχθεί προκλήσεις λόγω της απόσυρσης των περισσότερων δημοσιονομικών μέτρων στήριξης, των πληθωριστικών πιέσεων και των γεωπολιτικών εξελίξεων που προκαλούν αβεβαιότητα στις καταναλωτικές και επενδυτικές αποφάσεις. Εντούτοις, εκτιμά η ΤτΕ, υπάρχουν παράγοντες που εξακολουθούν να επιδρούν θετικά, γεγονός που αντανακλάται στο ρυθμό μεγέθυνσης της ελληνικής οικονομίας που προβλέπεται για το 2022 και στην ενίσχυση της απασχόλησης από την ανθεκτικότητα μεμονωμένων κλάδων, όπως η οικοδομική δραστηριότητα και οι εξαγωγές.
Κίνδυνος τιμών κατοικιών
Οι προσδοκίες για την ελληνική αγορά ακινήτων παραμένουν θετικές και οι τιμές απέχουν ακόμη σημαντικά από το ιστορικό υψηλό.
Ο ρυθμός αύξησης των τιμών των διαμερισμάτων επιταχύνθηκε το 2021 στο 7,1% σε ετήσια βάση, έναντι 4,5% το 2020. Μάλιστα, το δ΄ τρίμηνο του 2021 οι τιμές των διαμερισμάτων για το σύνολο της χώρας αυξήθηκαν κατά 9,1% συγκριτικά με το αντίστοιχο τρίμηνο του 2020. Για το 2021, υψηλότερο ετήσιο ρυθμό αύξησης των τιμών παρουσιάζουν τα νεόδμητα διαμερίσματα έναντι των παλαιών, όπου καταγράφηκαν αυξήσεις 7,4% και 6,9%, αντίστοιχα. Από την ανάλυση των στοιχείων κατά γεωγραφική περιοχή προκύπτει πως η μεγαλύτερη αύξηση καταγράφηκε, για το σύνολο του 2021, στην Αθήνα (9,1%).
Όπως εκτιμά η ΤτΕ, παρά την αστάθεια των τελευταίων δύο ετών, ως απόρροια της πανδημίας και προσφάτως της αύξησης του ενεργειακού κόστους, του κόστους κατασκευής και των επιπτώσεων του πολέμου στην Ουκρανία, οι προσδοκίες για την ελληνική αγορά ακινήτων παραμένουν θετικές. Αφενός η διαφαινόμενη πολύ καλή πορεία του τουρισμού και αφετέρου η προοπτική για άμβλυνση της γεωπολιτικής αστάθειας σε εύλογο χρονικό διάστημα, συντηρούν τις θετικές μεσοπρόθεσμες και μακροπρόθεσμες προσδοκίες γεγονός που αποτυπώνεται στις αξίες και τις χαμηλές αναλογικά αποδόσεις των ακινήτων εισοδήματος. Παρά το γεγονός ότι η σύσταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για περιορισμό των προγραμμάτων χορήγησης άδειας διαμονής σε επενδυτές (χρυσή βίζα ή χρυσό διαβατήριο), ενδέχεται να επηρεάσει εν μέρει τη ζήτηση, εκτιμάται ότι το επενδυτικό ενδιαφέρον θα παραμείνει έντονο ειδικά για συγκεκριμένες προνομιακές θέσεις στο λεκανοπέδιο της Αττικής και σε περιοχές με τουριστικά χαρακτηριστικά. Επιπροσθέτως, επισημαίνεται ότι οι τιμές απέχουν ακόμη σημαντικά από το ιστορικό υψηλό που είχε καταγραφεί πριν τη δημοσιονομική κρίση.
Με βάση το δείκτη τιμών διαμερισμάτων που καταρτίζει η Τράπεζα της Ελλάδος για το σύνολο της χώρας, η υψηλότερη τιμή του δείκτη παρατηρήθηκε το έτος 2008 (101,7) και στη συνέχεια ακολούθησε μία σταθερά καθοδική πορεία, για να καταγραφεί η χαμηλότερη τιμή το 2017 (59). Έκτοτε, ο δείκτης τιμών διαμερισμάτων καταγράφει σταθερά ανοδική πορεία, ανερχόμενος σε 72,1 το 2021.
ΑΠΕ ΜΠΕ