Αντιθέτως ο Κώστας Μελάς, οικονομολόγος και πανεπιστημιακός, θεωρεί όπως λέει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ότι «την τελευταία περίοδο κάτι φαίνεται να κινείται σε ορισμένες χώρες της ΕΕ σε σχέση με τις κατώτατες αμοιβές εργασίας. Εκτός από την Πορτογαλία η οποία ακολουθεί με ακρίβεια το σχεδιασμό αύξησης του κατώτατου μισθού εδώ και τέσσερα χρόνια, και η Ισπανία , η Ελλάδα, η Γαλλία και η Τσεχία προγραμματίζουν αντίστοιχες κινήσεις. Παρότι οι αυξήσεις αυτές αφορούν σχετικά σε μικρό τμήμα του εργατικού δυναμικού , κάτω από το 10%, εντούτοις συμβάλλουν στη μείωση της ανισοκατανομής του εισοδήματος, στην σταθεροποίηση της κοινωνικής συνοχής και σαφέστατα στην οικονομική μεγέθυνση, από τη στιγμή που δεν προκαλούν ανυπέρβλητες χρηματοοικονομικές επιβαρύνσεις στις επιχειρήσεις. Μάλιστα σε πολλές χώρες η συμβολή τους (πχ στη Γερμανία) στη μεγέθυνση του ΑΕΠ κρίνεται απολύτως θετική».
Συνεχίζει λέγοντας πως «σε πολλές χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης ο κατώτατος μισθός είναι πολύ χαμηλότερος από το αποδεκτό όριο, με αποτέλεσμα οι εργαζόμενοι να έχουν πρόβλημα επιβίωσης. Σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ ο κατώτατος μισθός θα πρέπει να βρίσκεται στα 2/3 του εθνικού ενδιάμεσου μισθού προκειμένου να επιτρέπει σε όσους τον λαμβάνουν να ζουν με στοιχειώδη επάρκεια».
Ο κ. Μελάς τονίζει χαρακτηριστικά ότι «αυτό που χρειάζεται να ειπωθεί εν κατακλείδι είναι ότι η διατήρηση του κατώτατου μισθού σε χαμηλά επίπεδα μειώνει την παραγωγικότητα και την ανταγωνιστικότητα. Δεν βοηθά στην αποτελεσματικότητα της αγοράς εργασίας. Πολλοί πόροι από τους δημόσιους προϋπολογισμούς πηγαίνουν στην υποστήριξη ατόμων με επισφαλείς συνθήκες εργασίας, που δεν μπορούν να πάρουν σύνταξη στο τέλος της επαγγελματικής τους διαδρομής, δεν μπορούν να πάρουν επιδόματα ανεργίας, είναι σε κατάσταση απόλυτης φτώχειας με τις οικογένειές τους, άρα πρέπει να στηρίζονται από το κράτος. Άρα αφαιρούνται αναγκαίοι πόροι που θα ήταν χρήσιμοι για επενδύσεις. Τελικά είναι ένας φαύλος κύκλος που καταστρέφει τις αναπτυξιακές προοπτικές της οικονομίας».
Σε διαφορετικό μήκος κύματος από τους δύο προηγούμενους ακαδημαϊκούς, ο Σταύρος Τομπάζος. Αναπληρωτής Καθηγητής στο Τμήμα Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Κύπρου θεωρεί, όπως λέει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ότι «η παγκόσμια οικονομική κρίση του 2007-2008, η μεγάλη ύφεση του 2009 και οι απογοητευτικοί ρυθμοί μεγέθυνσης του ΑΕΠ από τότε, ιδιαίτερα στις χώρες της ευρωζώνης, προκάλεσε μια κατάσταση που θα μπορούσε να χαρακτηρίσει κανείς ως κρίση κοινωνικής αναπαραγωγής και πολιτικής ηγεμονίας. Ήδη πριν την μεγάλη οικονομική κρίση, ο νεοφιλελευθερισμός είχε ως αποτέλεσμα να δημιουργηθούν πρωτοφανείς εισοδηματικές και κοινωνικές ανισότητες».
Και προσθέτει ότι «αν και το ποσοστό ανεργίας των τελευταίων ετών της δεκαετίας του 2000 μειώθηκε μέσα στη δεκαετία του 2010, ο μισθός δεν επέστρεψε στα προ της κρίσης επίπεδα. Πιο συγκεκριμένα, για το ίδιο ποσοστό ανεργίας ο μισθός τοποθετείται τώρα σε χαμηλότερα επίπεδα συγκριτικά με την προ της κρίσης κατάσταση. Αυτό οφείλεται εν μέρει στην αύξηση των αποθαρρυμένων, της μερικής και ευέλικτης απασχόλησης και των εργαζόμενων φτωχών. Αφού το κέρδος από το 2010 ανακάμπτει σε όλο σχεδόν τον αναπτυγμένο κόσμο, οι εισοδηματικές και κοινωνικές ανισότητες αυξάνονται ακόμη περισσότερο και οξύνουν το πρόβλημα της ενεργούς ζήτησης. Η οικονομική ανάπτυξη προσκρούει σε αυτό το πρόβλημα που καθίσταται ακόμη πιο οξύ όχι μόνο λόγο της εξέλιξης στην κατανομή των εισοδημάτων αλλά και λόγω της συρρίκνωσης του ιδιωτικού δανεισμού μετά τη φούσκα των χρηματοπιστωτικών παραγώγων».
Εν κατακλείδι ο κ. Τομπάζος εκτιμά μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ότι «η απόφαση κάποιων κυβερνήσεων ευρωπαϊκών χωρών για αύξηση του κατώτατου μισθού, της Γαλλίας, της Γερμανίας και άλλων χωρών, δεν σχετίζεται τόσο με τη ζήτηση αφού η νεοφιλελεύθερη πρακτική είναι να βασίζεται η κάθε οικονομία στην παγκόσμια ζήτηση, δηλαδή στη ζήτηση των άλλων χωρών. Αυτή η απόφαση αποτελεί ένα αργοπορημένο ημίμετρο με σκοπό τη διαχείριση της κρίσης κοινωνικής αναπαραγωγής και πολιτικής ηγεμονίας που εκδηλώνονται με τη μορφή νέων κοινωνικών κινημάτων σε πολλές χώρες (“αγανακτισμένοι” στην Ελλάδα και την Ισπανία, “κίτρινα γιλέκα” στη Γαλλία, “αυτονομιστικό κίνημα” στην Καταλονία κλπ) ή/και προοδευτικών πολιτικών σχηματισμών αμφισβήτησης του νεοφιλελευθερισμού ή ακόμη με αντιδραστικά μετα-φασιστικά σχήματα που δημαγωγικά αντλούν εκλογική πελατεία από την κοινωνική απόγνωση».
Ωστόσο σε κάθε περίπτωση με την κατάργηση του υποκατώτατου μισθού και την επικείμενη «γενναία αύξηση» του κατώτατου μισθού, έστω κι αν ο βαθμός ευελιξίας της αγοράς εργασίας είναι μεγάλος, είναι πιθανόν να συμπαρασυρθούν γενικότερα προς τα πάνω στη διάρκεια του 2019 οι αμοιβές των εργαζομένων. Για πρώτη φορά μετά από τη συνεχή συρρίκνωση τους στο διάστημα της τελευταίας δεκαετίας.
ΑΠΕ ΜΠΕ