Μετά από μια μακρά πορεία στην Ελλάδα και το εξωτερικό, σήμερα έχει βάλει στόχο να καθιερωθεί ο ίδιος και η ΑΕΚ στην elite της Ευρώπης. Αν και -όπως λέει- στη δουλειά του προπονητή, το μέλλον είναι άγνωστο κι έτσι, δεν αποκλείει να φύγει και πάλι
για το εξωτερικό, αν δεχτεί πρόταση από κορυφαίο πρωτάθλημα της Ευρώπης. Η ΑΕΚ όμως παραμένει προτεραιότητά του.
Όσον αφορά στο πώς το χάντμπολ μπήκε στη ζωή του, εξηγεί πως το συγκεκριμένο άθλημα είναι πολύ δημοφιλές στην Κατερίνη, στην πόλη όπου γεννήθηκε και μεγάλωσε. Αρχικά εντάχθηκε στις τάξεις του Αρχέλαου, όπου και αγάπησε το άθλημα. Στον σύλλογο της Κατερίνης έμεινε από το 1989 έως το 2001. Έπειτα ακολούθησε η Αθήνα και η ομάδα Χάντμπολ του Κολεγίου Αθηνών, μιλώντας πάντα για την κορυφαία κατηγορία στην χώρα μας. Τότε ήρθε και μια πρόταση... πραγματική πρόκληση! Του ζητήθηκε να ενταχθεί στις τάξεις της ομάδας του Διομήδη Άργους, η οποία μόλις είχε ανέβει στην Α’ Εθνική. Αρχικά προβληματίστηκε να πάρει την απόφαση και να μετακινηθεί σε μια ομάδα νεοφώτιστη στην κατηγορία. Τελικά δέχτηκε και δεν το μετάνιωσε. Στην ομάδα του Άργους έμεινε 14 ολόκληραχρόνια. Οκτώ χρόνια ως παίκτης κι έξι ως προπονητής.
Παράλληλα με την καριέρα του ως παίκτης, προπονούσε τα παιδικά και εφηβικά τμήματα του συλλόγου. Με μεγάλη επιτυχία μάλιστα, μιας και η δουλειά του με τα τμήματα υποδομής του συλλόγου επιβραβεύτηκε με 2 χρυσά και 2 αργυρά μετάλλια. Μόλις ο ίδιος έλαβε την απόφαση να σταματήσει την καριέρα του από τη θέση του παίκτη, η διοίκηση της ομάδας τού πρότεινε να αναλάβει το πόστο του προπονητή. Του δόθηκε λοιπόν η ευκαιρία να υπηρετήσει το άθλημα που αγαπάει από ένα διαφορετικό πόστο, εκείνο του επικεφαλής του προπονητικού team.
Ο Δημήτρης Δημητρούλιας δέχθηκε και ξεκίνησε γρήγορα τη σκληρή δουλειά. Τα αποτελέσματά της δεν άργησαν να φανούν. Από την πρώτη χρονιά η ομάδα πήρε το πρωτάθλημα αλλά και το Challenge Cup. Πρόκειται για την μεγαλύτερη διάκριση ελληνικού συλλόγου στην Ευρώπη, σε όλα τα αθλήματα. Από 2011 έως το 2017 στον Διομήδη Άργους ο Δημήτρης Δημητρούλιας οδήγησε την ομάδα σε 2 πρωταθλήματα και στο Challenge Cup.
Ακολούθησε η πρόταση να συνεχίσει την καριέρα του στο εξωτερικό και συγκεκριμένα στο πρωτάθλημα του Λουξεμβούργου από την Kaerjeng. Θέλοντας να δοκιμάσει και κάτι διαφορετικό δέχθηκε χωρίς πολλή σκέψη. Εκεί όμως τα πράγματα δεν ήταν
όπως τα περίμενε. Το πρωτάθλημα δεν είναι πλήρωςε παγγελματικό και οι συνθήκες δεν ήταν και οι καλύτερες για να δουλέψει φέρνοντας το επιτυχές αποτέλεσμα που προσδοκούσε. Έτσι μόλις του δόθηκε η ευκαιρία να επιστρέψει στην πατρίδα, δεν την άφησε. Για λογαριασμό της γυναικείας ομάδας του ΠΑΟΚ αυτή τη φορά. Εκεί πάλι η δουλειά και το ταλέντο του Δημήτρη φάνηκαν αμέσως, με την κατάκτηση του νταμπλ. Το καλοκαίρι όμως της ίδιας χρονιάς τον προσέγγισε ο ισχυρός άντρας της ΑΕΚ, ο Σταμάτης Παπασταμάτης και του έκανε πρόταση να αναλάβει την ομάδα, εξηγώντας του παράλληλα το project που είχε στο μυαλό του.
Το δέλεαρ ήταν μεγάλο και παρόλο που ήταν ευχαριστημένος στον ΠΑΟΚ, δέχθηκε. Κι εκεί, στην ΑΕΚ, τα πρώτα αποτελέσματα ήταν ενθαρρυντικά, με νίκη 3 φορές έναντι του «κακού τους δαίμονα», όπως λέει χαρακτηριστικά για τον Ολυμπιακό. Πέρασαν στους 8 του Challenge Cup, αλλά δυστυχώς η πανδημία του κορονοϊού δεν άφησε να τελειώσουν τα πρωταθλήματα, εγχώρια και στο εξωτερικό κι έτσι οι προσπάθειες δεν απέφεραν καρπούς. Ο Δημήτρης Δημητρούλιας γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Κατερίνη, αλλά κάθε Πάσχα και καλοκαίρι ήταν καθιερωμένη η απόδραση στην Πιπερίτσα, το χωριό καταγωγής από τη μεριά του πατέρα του, για να βρεθεί κοντά σε φίλους και συγγενείς.
Αυτό που θυμάται πιο έντονα είναι η διαδρομή. Τα τοπία της Πελοποννήσου και της Μεσσηνίας είναι τόσο διαφορετικά από αυτά της Κατερίνης που, όταν ήταν παιδί, του έδιναν την εντύπωση ότι επισκεπτόταν μια άλλη χώρα. Στην Πιπερίτσα τού άρεσε να παίζει με τα ξαδέρφιά του, να βγαίνει έξω το βράδυ και να απολαμβάνει τα σουβλάκια. Σήμερα οι προπονητικές υποχρεώσεις του δεν του επιτρέπουν συχνές αποδράσεις, ενώ η πανδημία τις έχει απαγορεύσει. Αλλά σίγουρα, δεν θα χάσει την πρώτη ευκαιρία που θα του δοθεί για να βρεθεί και πάλι στο χωριό.
Ρεπορτάζ: Παναγιώτης Παναγόπουλος