Οι χαμηλές τιμές, η έλλειψη οργάνωσης και εκπαίδευσης, η χύμα διακίνηση του προϊόντος, τα προβλήματα στη δακοκτονία, οι ελαιοκαλλιεργητές μεγάλης ηλικίας, ο μικρός κλήρος και κυρίως η έλλειψη κεντρικής πολιτικής, αποτελούν τα βασικά ζητήματα που απασχολούν όσους θέλουν να ενδιαφερθούν σοβαρά με την κατάσταση. Η εκτίμηση της παραγωγής για τη σεζόν 2019-2020, βάσει των δεδομένων του υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, ανέρχεται στους 275.000 τόνους για το
ελαιόλαδο και στους 217.000 για τις επιτραπέζιες ελιές.
Για την περίοδο 2018 - 2019 η αντίστοιχη εκτίμηση κυμάνθηκε στους 185.000 τόνους για το ελαιόλαδο και στους 199.000 τόνους για τις επιτραπέζιες ελιές. Για την τελευταία περίοδο, 2019 - 2020, οι εκτιμήσεις -σύμφωνα με τις πληροφορίες- κάνουν λόγο για 29.000 τόνους στην περιοχή της Διεύθυνσης Αγροτικής Οικονομίας και Κτηνιατρικής Τριφυλίας, 26.000 στη ΔΑΟΚ Μεσσηνίας, 25.000 στην Ηλεία, 24.000 στη Λακωνία, 21.000 στο Ηράκλειο, 16.500 στα Χανιά, 14.000 στο Λασίθι και ακολουθούν οι υπόλοιπες ελαιοπαραγωγικές περιοχές.
Για φέτος είναι ακόμα νωρίς να γίνουν εκτιμήσεις, καθώς θα πρέπει να συνυπολογιστούν οι όποιες συνέπειες από την ξηρασία του χειμώνα, τις πολύ υψηλές θερμοκρασίες της άνοιξης και το πιθανό ενδεχόμενο δακοπροσβολής ή εμφάνισης γλοιοσπορίου, πράγμα που φυσικά απεύχονται οι παραγωγοί. Η αναλογία τιμής, ποιότητας και ποσότητας απασχολεί ιδιαίτερα τη Μεσσηνία, σύμφωνα με τον αν. γεν. διευθυντή της Ένωσης Α.Σ. Μεσσηνίας «Η Ένωση» Γιάννη Πάζιο, ο οποίος διαπιστώνει την εξαιρετική ποιότητα που είχε η περιοχή και στο ελαιόλαδο και στην επιτραπέζια ελιά, με σοβαρά όμως προβλήματα για μια ακόμα συνεχόμενη χρονιά για τους παραγωγούς, αυτή τη φορά λόγω της τιμής, παρότι το μεσσηνιακό ελαιόλαδο διατίθεται σε περισσότερες από 20 χώρες.
Υπάρχουν ζητήματα ανταγωνισμού εντός και εκτός Ευρώπης, σημειώνει αναφερόμενος ακόμα στην έλλειψη οργάνωσης της παραγωγής, στα ζητήματα της μονοκαλλιέργειας, της μέσης ηλικίας των παραγωγών, του μικρού κλήρου, την έλλειψη στρατηγικού σχεδιασμού και την μη ύπαρξης ισχυρών συνεταιριστικών σχημάτων. «Πρέπει να γίνει χάραξη της κεντρικής πολιτικής από το κράτος αναφορικά με τα κίνητρα του αγρότη, το κόστος παραγωγής και διαμονής στην ύπαιθρο» παρατηρεί.
Για την ελιά Καλαμών, πέραν των ζητημάτων τιμής και ποσότητας αναφέρεται στις κινήσεις που γίνονται με άλλους φορείς για την τροποποίηση των προδιαγραφών του ΠΟΠ και για την απόσυρση της υπουργικής απόφασης Αποστόλου.