Έζησε πολέμους, απώλειες, πείνες... πολλά δεινά, άλλα έδωσε τη μάχη του, δούλεψε σκληρά, έκανε οικογένεια, δημιούργησε στη ζωή του και εύχεται τα καλύτερα και στα παιδιά του, στα οποία σημειώνει πως παραδίδει οικογενειακή κληρονομιά που μετρά από το 1885.
Δείτε το βίντεο
{yendifplayer type=video youtube=https://youtu.be/GOazlpeAMZg}
Ως παιδάκι από τη μια θυμάται τη μπότα τη γερμανική “με το βήμα της πάπιας” όπως λέει χαρακτηριστικά, στο άκουσμα της οποίας έτρεχε να κρυφτεί. Από την άλλη θυμάται τον εαυτό του πάνω στον πάγκο που τον έβαζε ο πατέρας του στην ψαραγορά, να διαλαλεί την πραμάτειά τους για να ψωνίσει ο κόσμος. “Μαρίδα μαύρη από τη Μάνη” φώναζε καλώντας τον κόσμο να ψωνίσει, τότε που λέει πως τα ψάρια ήταν και πολλά και φθηνά.
Μετά την κατοχή ήρθε ο εμφύλιος και στη συνέχεια μια νέα πραγματικότητα στη ζωή, με τον καθένα να ψάχνει να βρει τα βήματά του.
Τα χρόνια πέρασαν, απέκτησε οικογένεια, ήρθε το πρώτο καΐκι, η Όλγα, ακολούθησε το δεύτερο η Αγία Τριάδα, μέχρι και τρίτο, ο Ιωάννης.
Η ψαραγορά μεταφέρθηκε από τα παλιά ψαράδικα της Όθωνος, στη νέα αγορά, και η ζωή συνεχίστηκε με δυσκολίες και καλά.
“Η δουλειά με ευχαριστούσε, με αναζωογονούσε” λέει και συμπληρώνει πως “Η οικογένειά μου, τα παιδιά μου, ήταν η χαρά και η ξεκούρασή μου”. Και όπως τονίζει, όσο δούλευε, ποτέ δεν είπε τη λέξη “κούραση” και πάντα θεωρούσε τα δικά του δικά του και τα ξένα δανεικά.
Όσο για το αγαπημένο του φαγητό της θάλασσας, “Μ΄αρέσει η ψαρόσουπα, γιατί έτρωγα την περίφημη κακαβιά στο καϊκι”. Και συμπληρώνει χαρακτηριστικά “Λέω με πεποίθηση και υπερηφάνεια ότι όλα τα ψάρια κάνουν την καλή σούπα. Δεν πρέπει να έχουμε σφυρίδα ή μπακαλιάρο. Βάλε μαρίδες και κουτσομούρες μέσα, βάλε σπάρους, χάνους, πέρκες. Όλα αυτά -και τα μικρά ψάρια- κάνουν την καλύτερη κακαβιά”.
Κέλλυ Δημητρούλια